atrevido - ορισμός. Τι είναι το atrevido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι atrevido - ορισμός


atrevido         
part. pas.
Participio de atrever.
adj.
1) Que se atreve. Se utiliza también como sustantivo.
2) Hecho o dicho con atrevimiento.
atrevido         
atrevido, -a
1 adj. y n. Se aplica al que tiene atrevimiento en cualquier acepción: "Un cazador atrevido. Un chiquillo atrevido".
2 Aplicado a cosas, acciones o palabras, revelador de atrevimiento: "Un puente atrevido". Aplicado a cosas, acciones o palabras, *insolente: "Unas palabras atrevidas". Aplicado a cosas, acciones o palabras, indecoroso: "Un vestido atrevido". Aplicado a cosas, acciones o palabras, *peligroso: "Un paso atrevido".

Βικιπαίδεια

Atrevido
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για atrevido
1. Tampoco fue atrevido en su condición de visitante.
2. Guardiola, en el Barзa, sí se ha atrevido a darlo.
3. Cada uno ha hecho su análisis pero nadie, hasta ahora, se ha atrevido con la autocrítica.
4. Usted con ETA negoció políticamente, algo que nadie se había atrevido a hacer en España.
5. Hoy todavía estará agradeciendo que no se hayan atrevido a dar el paso.
Τι είναι atrevido - ορισμός